- λατινισμός
- ο1) латинизация; 2) принятие католической веры; 3) латинизм; 4) латинский язык и литература; 5) собир, латиняне
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λατινισμός — ο 1. η μίμηση τών Λατίνων 2. το σύνολο τών Λατίνων 3. η αποδοχή τού θρησκευτικού δόγματος τών Λατίνων, ο Ρωμαιοκαθολικισμός 4. ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης που απαντά ή προσιδιάζει στη λατινική γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… … Dictionary of Greek
λατινισμός — ο 1. η μίμηση των Λατίνων. 2. ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης στη λατινική γλώσσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)